- λειόχρως
- λειόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτό-χρως, τρυφερό-χρως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
MYRUS — Graece Μύρος, muraena dentata est, καρχαρόδους proin Aristoteli, utpote dentes habens ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Muraenarum enim aliae dentatae sunt. Athen. l. 7. ubi ait. τῶ μυραινω ν δακούσας ἀναιρεῖν τὰς ἐξ ἔχεως; aliae edentulae. Quas ita quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek